- ακράσωτος
- -η, -ο [κρασώνω]1. αυτός που δεν περιέχει κρασί2. (για φαγητά) αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μαγειρεύτηκε με κρασί3. (για ανθρώπους) αυτός που δεν ήπιε κρασί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακράσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ανακατεύτηκε με κρασί: Η σάλτσα είναι άνοστη, γιατί είναι ακράσωτη. 2. αυτός που δεν ήπιε κρασί, δε μέθυσε: Επιτέλους, ήταν κι αυτός μια φορά ακράσωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)